< διοπτρίτης
*ΔιϜοπύκτᾱς >
δίοπτρον
,
-ου, τό
1
agujero a través del cual se mira
,
mirilla
fig.
οἶνος γὰρ ἀνθρώπω δ.
Alc.333.
2
instrumento de medición
Hsch.s.u.
ἀστραβιστήρ
.