διορθωτήρ, -ῆρος, ὁ
corrector magistrado encargado de la reforma de tratados o leyes
τὼ δὲ πόλιε διορ[θω]τῆρας ἑλέσθαι τᾶς συνβολᾶςIPArk.17.192, cf. 190 (Estínfalo IV a.C.),
ταξάντων οἱ διορθωτῆρες εἰς τοὺς νόμους καθώς κα δ<έ>ῃ τὸ ἀργύριον χειρίζεσθαιIG 9(1).694.138 (Corcira III/II a.C.), cf. διορθωτής II 1.