ἐμποδίζω ἐμπόδιος ἐμπόδισις ἐμπόδισμα ἐμποδισμός ἐμποδιστέον ἐμποδιστής ἐμποδιστικός ἔμποδος ἐμποδοστατέω ἐμποδοστάτης ἐμποδών ἐμποέω ἔμποθεν ἐμποιέω ἐμποίησις ἐμποιητέον ἐμποιητικός ἐμποικίλλω ἔμποιμνον εἷμα· ἐμποίνιμος ἐμποίνιος ἔμποιος ἔμποκος ἐμπολαῖος ἐμπολάω ἐμπολεμέω ἐμπολέμιος ἐμπολεμόω ἐμπολεύς ἐμπολεύω ἐμπολέω ἐμπολή ἐμπόλημα ἐμπόλησις ἐμπολητός 1 ἐμπολίζω 2 ἐμπολίζω ἐμπόλιον ἐμπολιορκέω ἔμπολις ἐμπόλισις ἐμπολίτευσις ἐμπολιτεύω ἐμπολιτογραφέω ἐμπολωρός· ἐμπομπεύω ἐμπονεστέρως ἐμπονέω Ἐμπονή ἐμπόνημα ἐμπόνησις ἔμπονος ἐμπορεία ἐμπορεῖον ἐμπόρευμα ἐμπορεύομαι ἐμπορευτέα ἐμπορευτικός ἐμπορητικός ἐμπορία Ἐμπορίαι ἐμποριαρχέω ἐμποριάρχης ἐμπορίαρχος ἐμπορίδαι· ἐμπορίδια ἐμπορίζω ἐμπορικός Ἐμπορικός ἐμποριοδονήτας·