ἐμπορεύομαι
• Morfología: [dór. impf. sg. 1a ἐμπορευόμαν Ar.Ach.754; en v. act. Plb.38.12.10]
I intr.
1 avanzar, caminar, marchar
καρκίνοι ... πεζᾷ δ' ἐμπορεύονται μόνοιEpich.47.2,
σφριγῶντες ἐμπορεύονταιAchae.4.2,
ἐπ' ἐμαυτὸν ἐμπορεύομαιcamino por mi cuenta e.d. yo solo Procop.Gaz.Decl.2.46, c. rég. de direcc. o ext.
ὅστις γὰρ ὡς τύραννον ἐμπορεύεται κείνου 'στι δοῦλος, κἂν ἐλεύθερος μόλῃquien junto a un tirano se encamina, es esclavo de él, aunque vaya libre S.Fr.873,
ξένην ἔπι ... γαῖανS.OT 456,
ποῖ δ' ἐμπορεύῃ;S.El.405,
τηνῶθενAr.l.c.,
Ἄργος ἐμπορευθείςE.Andr.1032,
αὐτὴν (τὴν γῆν)que esos hombres la recorran (la tierra) LXX Ge.34.21, cf. 42.34
•fig. c. suj. abstr.
αἱ ... ἡδοναὶ οὐκ ἐπὶ σφῶν αὐτῶν ἐμπορεύονταιlos placeres no marchan solos Antipho Soph.B 49.
2 ref. los viajes mercantiles traficar, negociar, dedicarse al comercio entre ciu.
χρηματισμοῦ χάριν ἐμπορευόμενοιPl.Lg.952e, cf. Th.7.13, X.Vect.3.3, D.33.2,
ἐμπορε[ύ]εσθαι ... χρήματα ἄγοντα [καὶ] κατὰ γᾶν καὶ κατὰ θάλασ[σ]ανIOrac.Dodon.95B.5, cf. 89.1 (ambas IV a.C.), D.H.3.46,
ὡσεὶ ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθενLXX Pr.31.14,
ἐμπορεύεσθαι ἠγόραζονcompraban para negociar LXX 2Pa.1.17,
ἐμπορευσόμεθα καὶ κερδήσομενEp.Iac.4.13,
πιπράσκειν καὶ ἐμπορεύεσθαιHeph.Astr.3.5.72, cf. Aesop.181,
πόλει δέ, ἥτις ἂν μήτε χρηματίζηται ... μήτ' ἐμπορεύηταιPl.Lg.949e, cf. Arr.Epict.4.10.11, M.Ant.4.32, op.
αἱ ἑδραίαι τῶν τεχνῶν‘oficios sedentarios’, Basil.Ep.198.1
•comerciar, mercadear con c. ac. int. o adverb.
Ἀρχέδημος ἐμπορεύσεται καλλίω καὶ θεοφιλεστέραν (ἐμπορίαν)Pl.Ep.313e,
οἱ ἐμπορευόμενοι ἐπιμελέστερονquienes realizan su actividad comercial con seriedad Chio 11.1, cf. PMich.709.6 (II/III d.C.),
πολλὰς διὰ θαλάσσης ὠφελείαςD.H.6.86, cf. Hdn.8.2.3,
τὸν Ἰνδικὸν ... φόρτονStr.2.5.12, c. dat. de pers.
οὗτοι ἐνεπορεύοντο σοιLXX Ez.27.13.
3 fig. comerciar con, sacar partido a c. dat.
λόγοισινCom.Adesp.937,
θεαταῖς καὶ θεάτροιςPh.2.576, c. giro prep.
ἀπὸ πάντος γενήματοςLXX Am.8.6,
περὶ ... τοὺς γυναικείους κόσμουςPtol.Tetr.4.4.6.
II tr.
1 c. ac. de concr. importar mercancías, comprar, adquirir
τὰ πολλὰ σχεδίαις εἰς τὴν Βαβυλωνίαν ἐμπορεύεσθαιAristobul.57,
ἔλαιον εἰς ΑἴγυπτονLXX Os.12.2,
γλαῦκαςLuc.Nigr.proem.,
Ἀσπασία ... ἐνεπορεύετο πλήθη καλῶν γυναικῶνAth.569f,
πορφύραν ... ἀπὸ τῆς ΦοινίκηςD.L.7.2, en v. pas.
τὰ ἐμπορευόμενα ἐπιτήδειαBasil.Ep.365
•fig. conseguir, obtener
κρεῖττον γὰρ αὐτὴν (σοφίαν) ἐ. ἢ ... ἀργυρίου θησαυρούςporque más vale conseguir sabiduría que tesoros de plata LXX Pr.3.14, cf. Clem.Al.Strom.1.15.66, Gr.Nyss.M.46.829A
•despect. mercarse
μοιχόν ἐμπεπορευμένηhabiéndose (ella) mercado un amante Ach.Tat.8.10.11,
τὴν λήθην τῶν δικαστῶνPh.2.536,
πολυτρόπως αὐτὸν ἐμπορευομένηGr.Naz.M.35.997C.
2 c. ac. abstr. hacer negocio, explotar, sacar provecho de frec. c. idea de engaño
πολλὰ δή τινα πρὸς ταύτην τὴν ὑπόθεσιν ἐμπορεύωνPlb.38.12.10,
χάριτας ἐμπορευόμενοςun actor, D.S.37.12,
τὴν ὥραν τοῦ σώματοςI.AI 4.134,
τὴν σοφίανThem.Or.23.298d, cf. Pythag.Ep.2.3, Gr.Nyss.Fat.53.2,
τὴν χάρινBasil.M.31.436A, Gr.Nyss.M.46.420B,
εἰ μὴ δι' αἵματος ἐμπορεύσεται τὴν βασιλείανI.BI 1.514,
οὐ δεῖ ... ἐμπορεύεσθαι τὸν λόγον τῆς διδασκαλίας ἐν κολακείᾳ τῶν ἀκουόντωνBasil.M.31.836A,
πλαστοῖς λόγοις ὑμᾶς ἐμπορεύσονται (οἱ ψευδοδιδάσκαλοι)2Ep.Petr.2.3, cf. Hld.6.7.8.
3 fig. andar embarcado en, llevar entre manos, dedicarse, practicar
δίαιταν ... ἥντιν' ἐμπορεύεταιE.Fr.812.6, cf. Chrys.M.64.460D,
ἡμεῖς δὲ ἀρετήν ἐμπορευόμεθαmas nosotros andamos embarcados en la virtud Chio 11,
τὴν συνήθη φιλοσοφίαν ἐμπορευσόμενοιPh.2.486.
4 proporcionar, abastecer
θυμιαμάτων ... χρήσεις ..., αἵ τε τοὺς αὑτῶν ἔρωτας τοῖς ἐρασταῖς ἐμπορευόμεναιla utilización de perfumes, que proporcionan sus filtros de amor a los amantes Porph.Abst.1.34,
ἡ Ἀραβία καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες Κηδαρ ... ἐν οἷς (καμήλοις) ἐμπορεύονταί σεde los cuales (camellos) Arabia y todos los príncipes de Cedar te abastecen LXX Ez.27.21.