ἐμπορίζω


1 procurar, proporcionar τοῖς ἐντευξομένοις τὸ λυσιτελοῦν Cyr.Al.M.73.721C, cf. 760A, en v. pas. θησαυρὸς ἐπὶ θησαυρὸν ἐμπορίζεται Men.Comp.3.54 (cód.).

2 en v. med. procurarse, hacerse con πολιτείας ἑτέρας Procop.Aed.1.1.8.