ἐμπορία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη; tb. -εία OGI 629.164 (Palmira II d.C.)


I 1comercio, actividad comercial ἐπ' ὄρνις ... τρέπεσθε πρός τ' ἐμπορίαν καὶ πρὸς βιότου κτῆσιν Ar.Au.718, τῆς δὲ μεταβλητικῆς μέγιστον μὲν ἐ. (καὶ ταύτης μέρη τρία, ναυκληρία, φορτηγία, παράστασις) Arist.Pol.1258b22
gener. ref. tráfico o comercio marítimo a gran escala con tierras lejanas, Hes.Op.646, τῆς ἐμπορίας οὐκ οὔσης ref. la Grecia prehomérica, Th.1.2, cf. Pl.R.371a, And.Myst.137, Φωκαεῖς ... ἐμπορίᾳ χρώμενοι ἔκτισαν Μασσαλίαν Arist.Fr.549, cf. Plb.3.42.2, πρὸς τὴν Ἰταλίαν Str.3.2.5, ἔπλεον ἐξ Ἁλύβης τυτθῆς ἐνπορίης πειρώμενος Stud.Clas.15.1973.125 (Panticapeo II d.C.), ἐμπορίαν τοὺς θεοὺς πεποιημένος habiendo hecho de los dioses (tu) comercio ref. un comerciante de estatuas, Philostr.VA 5.20, φοιτὰς ἐ. AP 7.586 (Iul.Aegypt.)
op. καπηλεία ‘comercio al por menor, al detalle’ περὶ ... τὰς ἐμπορίας καὶ καπηλείας διατρίβειν Arist.Pol.1291a5, cf. X.Vect.4.6, Chrys.M.50.768
fuente de grandes beneficios ἐκ δὲ τῆς ἐμπορίας ... πλουσιώτατοι πάντων εἰσίν Str.16.4.19, cf. Isidorus 2.5
frec. unido al deseo de «ver mundo» ἀποδημίαν ἐποιήσατο κατ' ἐμπορίαν ἅμα καὶ θεωρίαν εἰς Αἴγυπτον Arist.Ath.11.1, cf. Hdt.3.139, Isoc.17.4, πόρρω δὲ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης ἀναπεπλευκὼς οὐ κατ' ἐμπορίαν, ἀλλ' ἀνὴρ φιλοθεάμων καὶ φιλομαθής Plu.2.410a, cf. Aen.Gaz.Ep.8, Ph.2.11
fig. τῆς ἐμπορίας ταύτης ... οὔτε ... ἐμπορεύσεται καλλίω Pl.Ep.313e
en giros prep. indic. finalidad ἐπ' ἐμπορίην para comerciar, con fines comerciales Thgn.1166, ἔπλευσεν εἰς Κύπρον ἐπ' ἐμπορίαν Plu.2.303c, cf. AP 10.1 (Leon.), Orác. en TAM 3.35A.11 (Termeso, imper.), τοῖς σῖτον ... ἐπ' ἐμπορίᾳ ἢ χρήσει διακομίζουσιν SEG 26.1392.47 (Sagalaso I d.C.), ἐμπορίας ἕνεκα τῆς πρὸς τοὺς Σικελούς Th.6.2, cf. 1.7, Fauorin.de Ex.13.11, ὁπόσοι δ' ἂν Σιδωνίων ... ἐπιδημῶσιν κατ' ἐμπορίαν Ἀθήνησι IG 22.141.32 (IV a.C.), Αἰγινῆται κατὰ ἐμπορίαν ἐσέπλεον ναυσὶν ἐς Κυλλήνην Paus.8.5.8, cf. Plb.3.23.4, D.L.8.8, ὅσα εἰς ἐμπορείαν φέρεται OGI 629.164 (Palmira II d.C.), ἀποστάντ[ο]ς εἰς Ὀᾶσιν ἐνπορίας χάριν PGiss.9.3 (II d.C.).

2 viaje de comercio, expedición comercial ἐμπορίαις ... εἰς Ἀχέροντ' ἔμολεν πόντον ἐπιπλώσας ἁλιμυρέα Test.Salaminia 191.4 (II a.C.), ἤλυθεν ... σῶος ἀπ' ἐμπορίης AP 9.228 (Apollonid.)
gener. viaje, travesía en barco, Luc.Scyth.4.

3 negocio, asunto comercial o mercantil τὰς ἐμπορίας τὰς κερδαλέας Ar.Au.594, cf. Agatharch.102, οὐ δόσιν ἀλλ' ἐμπορίαν ποιούμενοι Isoc.2.1, sujeto a tasas comerciales δεκάτην τῆς ἐμπο[ρίας SEG 36.1216 (Janto IV a.C.), ἐ. Ἰουδαίων PStras.299re.14 (II d.C.), οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὃς μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὃς δὲ ἐπὶ τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ Eu.Matt.22.5, ἐπ' ἄλλην ἐμπορίαν εἰς Συρίαν ἀπῆλθε X.Eph.2.3.1, ἄδικος ἐ. Clem.Al.Paed.3.11.79, ἀπὸ ἐμποριῶν καὶ ἐργασιῶν PTeb.6.25 (II a.C.), de un vendedor de esclavos Vit.Aesop.G 27
gener. oficio, ocupación, AP 6.63 (Damoch.)
asunto τίνος ἐμπορίᾳ τούσδ' ἐγγὺς ὁρῶ πελάτας ξείνους; E.Fr.752h.11.

4 ganancia αὐτῆς ἡ ἐ. καὶ ὁ μισθός LXX Is.23.18, εἰ δὲ ἡ ἐ. πρὸς τὰ χρέα μὴ ἀναφέροιτο Philostr.VA 4.32
fig. ganancia, provecho βουλόμενος ἡμᾶς ... ἐμπορεύσασθαι τὴν πνευματικὴν ἐμπορίαν Chrys.M.51.171.

II concr. mercancía, cargamento ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ ἣν ἦγεν ἐν τῇ ... νηὶ εἰς τὴν Πόντον Test. en D.35.23, cf. 56.8, X.Vect.3.2, Lys.32.25, LXX Na.3.16, ἐμὲ μὲν καὶ νῆα καὶ ἐμπορίην κακὸς Εὖρος ὤλεσεν AP 7.500 (Asclep.), ἐμπορίαν λαμπρὰν τῆς νεώς Philostr.VA 3.24
en sent. fig. καλὴν ἐστείλω τὴν ἐμπορίαν, συλλογισμοὺς καὶ μεταπίπτοντας Arr.Epict.3.24.80, cf. Oenom.14.3, ἐ. μαθημάτων cargamento de conocimientos Eus.DE 5 proem., Τί ἐστι πενία; ... ἀζημίωτος ἐ. ¿qué es la pobreza? una mercancía exenta de tasas Secund.Sent.17.