ἐμπορευτικός, -ή, -όν


1 mercante σκάφη πολεμιστήρια καὶ ... ἐμπορευτικά Max.Tyr.36.2
subst. τὰ ἐμπορευτικά los asuntos mercantiles Pl.Plt.290a.

2 adv. -ῶς a la manera de los comerciantes ἀμείβειν Eust.764.43.