< ἐμπόνημα
ἔμπονος >
ἐμπόνησις
,
-εως, ἡ
esfuerzo
,
afán
μάτην πᾶσα ἡ ἐ. τῆς ἐργασίας γεγένηται
Mac.Aeg.
Ep.Magn
.275.13.