< ἐμποριάρχης
ἐμπορίδαι· >
ἐμπορίαρχος
,
-ου, ὁ
• Grafía:
graf. ἐνπ-
emporiarco
,
jefe
o
supervisor del mercado
(cf. ἐμπόριον
1
) en Tracia
IGBulg
.3.1690e.37 (III d.C.).