ἐμπόνημα, -ματος, τό
trabajo o labor de mejora en un campo
μηδεμίαν εὐλαβουμένοις ἐμπονημάτων ἀπόδοσινIust.Nou.7.3, cf. 64.1, 120.8, SB 8987.38 (VII d.C.).
μηδεμίαν εὐλαβουμένοις ἐμπονημάτων ἀπόδοσινIust.Nou.7.3, cf. 64.1, 120.8, SB 8987.38 (VII d.C.).