διαβητικ(ός) ἐκθαμβητικός βομβητικός ἀποσοβητικός ἐκφοβητικός Γαγγητικός διηγητικός εἰσηγητικός ἀφηγητικός ἀλγητικός ἀναλογητικός ἀντιλογητικός ἀπολογητικός ἐνεργητικός διενεργητικός αὐτοενεργητικός δημιουργητικός ἐκπηδητικός εἰδητικός δεητικός ἐνδεητικός ἐλεητικός γλυκυρριζητικός ἀπαθητικός ἀντιπαθητικός βοηθητικός ἀνθητικός αἰσθητικός δυσαισθητικός ἀκολουθητικός ἀπεχθητικός Βαργυλιητικός ἀποιητικός ἀντιπεριποιητικός ἐμποιητικός εἰδοποιητικός αὐλοποιητικός δακτυλοποιητικός εἰδωλοποιητικός αἱματοποιητικός ἐξαιματοποιητικός ἀγαλματοποιητικός αὐτοματοποιητικός γαλακτοποιητικός ἀνδριαντοποιητικός ἀρτοποιητικός αὐτοποιητικός ἀδικητικός ἐκδικητικός διοικητικός ἑλκητικός ἀσκητικός 1 ἀλητικός 2 ἀλητικός ἐκλαλητικός βλητικός διαβλητικός ἐκβλητικός ἀποβλητικός ἀμελητικός ἀθλητικός εἱλητικός ἀπειλητικός ἀνακλητικός ἐγκλητικός ἐκκλητικός ἁμιλλητικός ἀνακολλητικός ἀμφιβολητικός ἀντλητικός αὐλητικός