< αὐλομελῳδία
αὐλοποιΐα >
αὐλοποιητικός
,
-ή, -όν
1
subst. ἡ αὐ.
arte de fabricar flautas
Asp.
in EN
15.24.
2
adv. -ῶς
como quien fabrica flautas
Poll.7.153.