< διαβλητέος
διαβλήτωρ >
διαβλητικός
,
-ή, -όν
I
1
calumnioso
,
Epist.Char
.18.5, 30.8, Poll.5.118, Eust.1308.23.
2
subst. ἡ δ.
el arte de la calumnia
Aristo Phil.14.9.
II
adv. -ῶς
calumniosamente
Poll.5.118.