< εἰδωλοποιητής
εἰδωλοποιία >
εἰδωλοποιητικός
,
-ή, -όν
1
relativo a la creación de imágenes
εἰδωλοποιητικὴ τέχνη
Iambl.
Myst
.3.28.
2
evocador de imágenes
ἠθοποιΐα
Eust.1952.1.