< ἐγκλήτευσις
ἔγκλητος >
ἐγκλητικός
,
-ή, -όν
reprochable
neutr. sg. subst.
διὰ τοῦ ἐγκλητικοῦ καταβάλλων αὐτόν
Olymp.
in Alc
.146.