< ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιία >
ἀγαλματοποιητικός
,
-ή, -όν
relativo a la escultura
(τέχνη)
Iul.
Gal
.235c, Arist.
Diu
.51
•
subst. ἡ ἀ.
la escultura
Gal.14.686, Eustr.
in EN
65.30.