< ἑλκητήρ
Ἑλκίας >
ἑλκητικός
,
-ή, -όν
capaz de arrastrar
,
capaz de atraer
ἑλκητικὴ τῆς νοτίδος ... ἡ συκῆ
Procop.Gaz.M.87.1604B.