< ἀποίζειν·
ἀποίητος >
ἀποιητικός
,
-ή, -όν
no poético
ἵνα δὲ μὴ πάντη ἀποιητικὸς ᾖ, προσέλεξε καὶ ἱστορίαν
Sch.D.P.289.