ἐκβλητικός, -ή, -όν
que tiene la propiedad de expeler, expulsivo c. gen.
(τὸ δίκταμνον) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματιArist.HA 612a5, cf. Antig.Mir.30.
(τὸ δίκταμνον) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματιArist.HA 612a5, cf. Antig.Mir.30.