ἐκφοβητικός, -ή, -όν
que asusta, asustante, capaz de aterrorizar
ἐ. ἐστι παντὸς τοῦ ... θρασυνομένουEust.669.36, cf. 769.4,
ἔννοια ἐκφοβητικὴ στρατιώτουEust.1092.8,
λαλεῖ τι ἐκφοβητικὸν περὶ θείας ἐναργείαςEust.1966.16, cf. 1502.42.
ἐ. ἐστι παντὸς τοῦ ... θρασυνομένουEust.669.36, cf. 769.4,
ἔννοια ἐκφοβητικὴ στρατιώτουEust.1092.8,
λαλεῖ τι ἐκφοβητικὸν περὶ θείας ἐναργείαςEust.1966.16, cf. 1502.42.