ἀδικητικός, -ή, -όν
1 dispuesto al mal
πονηροὶ ἢ ἀδικητικοίPlu.2.537a,
μοιχικὸς καὶ πλεονεκτικὸς καὶ ἀ.Plu.2.562d, cf. Ar.Byz.Epit.2.144.
2 adv. -ῶς con comportamiento injusto
προσφέρεσθαιChrysipp.Stoic.3.152.
πονηροὶ ἢ ἀδικητικοίPlu.2.537a,
μοιχικὸς καὶ πλεονεκτικὸς καὶ ἀ.Plu.2.562d, cf. Ar.Byz.Epit.2.144.
προσφέρεσθαιChrysipp.Stoic.3.152.