δημιουργητικός, -ή, -όν


creador φύσις Corp.Herm.Fr.Min.29
neutr. subst. τὸ δ. poder creador de Dios κατὰ τὸ δ. αὐτοῦ εἰσιν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ γῆ Hsch.H.M.27.1028C.