δεητικός, -ή, -όν


I 1de pers. dispuesto a pedir (ὁ μεγαλόψυχος) ... περὶ ἀναγκαίων ἢ μικρῶν ἥκιστα ... δ. Arist.EN 1125a10.

2 de abstr. que pide, suplicante φωνή D.S.17.44, λόγος Plu.Cor.18, cf. Ps.Callisth.1.46a.3, ἐπιστολαί Ph.2.590, εὐχαί Ph.2.296
de pers. suplicante προῆλθεν ... οὐκέτι δ. οὐδὲ πρᾶος, ἀλλὰ τραχὺς ὀφθείς Plu.Oth.16.

II adv. -ῶς con ánimo de súplica Eust.1807.11.