< ἀπειλητής
ἀπειληφόρος >
ἀπειλητικός
,
-ή, -όν
1
amenazador
ῥήσεις
Pl.
Phdr
.268c,
νόμιμα
Pl.
Lg
.823c,
ὄμματα
X.
Mem
.3.10.8, cf. Luc.
Cat
.22.
2
adv. -ῶς
amenazadoramente
Phryn.
PS
p.61.