ἁμιλλητικός, -ή, -όν
opuesto, enfrentado
προσκρουστικὸς ἀεὶ καὶ ἁμιλλητικὸς πρὸς τοὺς ὑπερέχονταςDam.Fr.278a
•τὸ ἁ. la rivalidad
op. τὸ μαχητικόνPl.Sph.225a.
προσκρουστικὸς ἀεὶ καὶ ἁμιλλητικὸς πρὸς τοὺς ὑπερέχονταςDam.Fr.278a
op. τὸ μαχητικόνPl.Sph.225a.