ἀνδριαντοποιητικός, -ή, -όν
de la escultura
ἀ. τέχνηEus.PE 1.9.13
•subst. ἀ. (τέχνη) el arte de la escultura
ἡ ὕλη δὲ πρὸς ἀνδριαντοποιητικὴν καὶ πρὸς κηροπλαστικήνOcell.2.3, cf. Arist.PA 640a30, Alex.Aphr.in Metaph.80.4, Athenag.Leg.17.2.