< αἱματοποιέω
αἱματοποιός >
αἱματοποιητικός
,
-ή, -όν
anat.
productor de sangre
δύναμις
Gal.8.358, 16.506, 17(2).232, Steph.
in Hp.Progn
.140.16,
Ur
.p.425.