< ἀντιπεριποιέομαι
ἀντιπερίσπασμα >
ἀντιπεριποιητικός
,
-ή, -όν
que expresa oposición
de verbos como ἀντιλέγω y ἀμφισβητῶ que rigen dat.
An.Bachm
.2.291.