< εἰδοποίησις
εἰδοποιία >
εἰδοποιητικός
,
-ή, -όν
causante de la forma
,
capaz de dar forma
op. ἀνείδεος
Plot.1.8.3, cf. Olymp.
in Mete
.297.28, Eustr.
in APo
.73.24.