ἀνακλητικός, -ή, -όν
I
πρὸς εὐπείθειαν καὶ ὁμόνοιανPlu.Lyc.4
•c. gen.
ὀρέξεωςDsc.5.3
•que atrae o arrastra
τοῖς ἄλλοις ἐραστὸν εἶναι καὶ ἀνακλητικὸν πρὸς ἑαυτόDam.in Phlb.236.17.
2 subst. τὸ ἀ. retirada
σημαίνειν κελεύσας τὸ ἀ.D.H.8.65, cf. D.C.75.12.1, Polyaen.4.1,
σάλπιγξον ταχέως ἀνακλητικόνAP 11.136 (Lucil.), cf. Ptol.Lag.11, fig.
ἡ σάλπιγξ ... ἐκδίδωσι τὸ ἀ. τῶ ἌττιδιIul.Or.8.169c.
II adv. -ῶς en tono exhortativo Sch.E.Ph.818.