< ἀποσοβητής
ἄποσος >
ἀποσοβητικός
,
-ή, -όν
que ahuyenta
,
aleja
μιασμῶν
Iambl.
Protr
.21,
φάρμακον ἀ. τῶν πνοῶν τῶν ψυχρῶν
Sch.Pi.
O
.p.227 Böckh.