ἐμπορίζω ἐμπορικός Ἐμπορικός ἐμποριοδονήτας· ἐμπόριον Ἐμπόριον ἐμπόριος ἐμπορίτης ἔμπορος ἐμπορπάομαι ἐμπόρπημα ἐμπορπόομαι ἐμπορφυρίζω ἐμπόρφυρος ἐμποτάομαι ἔμποτος Ἔμπουσα ἐμπρακτικός ἔμπρακτος ἔμπραξις ἐμπραΰνω ἐμπράσσω ἐμπρέπεια ἐμπρεπής ἐμπρέπω ἐμπρήζω ἐμπρήθω ἔμπρησις ἔμπρησμα ἐμπρησμός ἐμπρηστής ἐμπρίζω ἐμπριόεις ἐμπριστικός ἐμπρίω ἐμπροαίρετος ἐμπροέκκειμαι ἐμπροθεσμί ἐμπρόθεσμος ἐμπροίκιος ἔμπροικος ἐμπροκόπτω ἐμπρολείπω ἐμπρομελετάω ἐμπρός ἐμπροσγίγνομαι ἔμπροσθα ἔμπροσθεν ἐμπροσθίδιος ἐμπρόσθιος ἐμπροσθόκεντρος ἐμπροσθοκνήμιον ἐμπροσθόπους ἐμπροσθοτονία ἐμπροσθοτονικός ἐμπροσθότονος ἐμπροσθουρητικός ἐμπροσθοφανής ἐμπρόσοδος ἐμπρόσοψις ἐμπροσποιέω ἐμπροστά ἐμπρόσωπος ἔμπρωρρος ἐμπρυτανεύομαι ἐμπταίω ἔμπτιον ἐμπτίσσω ἐμπτοέομαι ἔμπτυσις ἔμπτυσμα