ἐμπρόσθιος, -ον
• Morfología: [fem. -ία Arist.HA 513a25]
delantero, de delante, anterior de las patas de los cuadrúpedos, frec. op. ὀπίσθιος ‘trasero’
πόδεςHdt.4.60,
κῶλαArist.PA 687b28,
σκέληArist.PA 688a12, Str.16.4.16, X.Eq.11.2, Arist.HA 604b1, Plu.Eum.11,
βοΐδιον κέρας δὲ ἕτερον οὐκ ἔχον οὐδ' ἐμπρόσθιον σκέλοςID 1409B.a.2.21, cf. 1400.25 (ambas II a.C.), Plu.2.917d
•de otras partes
ἡ ἐμπροσθία (φλέψ)Arist.HA 513a25
•de partes del cuerpo humano
τὸ δ' ἐμπρόσθιον (μέρος) τοῦ ποδόςArist.HA 494a12, cf. Sor.Fasc.52,
αἱ ἐμπρόσθιαι τοῦ ἐγκεφάλου κοιλίαιGal.8.215,
τοὺς ἐμπροσθίους τοῦ μηροῦ μῦςGal.2.311
•de los dientes incisivos
οἱ τομεῖς λεγόμενοι, τοῦτ' ἔστιν οἱ ἐμπρόσθιοι ὀδόντεςArtem.1.31, cf. Arist.Ph.198b25, Hp.Epid.4.19
•otros cont.
τραύματα ἐμπρόσθιαheridas de frente op. κατὰ νώτου ‘por la espalda’, D.H.10.37,
ἐμπρόσθια ... τὰ πρὸς τῇ δύσει φασὶν εἶναι αὐτοῦ (τοῦ κόσμου)Cleom.1.1.155
•subst. τὰ ἐ. la parte anterior de los signos zodiacales
τοῦ Ταύρου καὶ τοῦ Λέοντος τὰ μὲν ἄνω καὶ ἐμπρόσθιαPtol.Tetr.3.12.13, cf. 2.3.14.