ἐμπόρπημα, -ματος, τό
1 vestido sujeto con un broche a modo de clámide,
glos. a ἄλλιξEM α 902, cf. Hsch.
2 broche o fíbula
ἐ. δὲ ἡ ἄνω τῆς χλανίδος σύνδεσιςLex.Patm.153.
glos. a ἄλλιξEM α 902, cf. Hsch.
ἐ. δὲ ἡ ἄνω τῆς χλανίδος σύνδεσιςLex.Patm.153.