< ἐμπόρφυρος
ἔμποτος >
ἐμποτάομαι
revolotear
(ψυχή) ἠέρι δ' ἐμ[πεπό]τηται κατ' οὐρανόν
IEphesos
2104.6 (III d.C.?) (dud., cf.
SEG
37.905).