< ἐμπόρπημα
ἐμπορφυρίζω >
ἐμπορπόομαι
abrocharse
,
prenderse
c. ac. int.
ἐμπορποῦσθαι πόρπην χρυσῆν
como insignia de su dignidad
, LXX 1
Ma
.14.44.