< ἔμπροικος
ἐμπρολείπω >
ἐμπροκόπτω
progresar
,
avanzar en
ἐνπροέκοψεν τῇ ἀνθρωπίνῃ σαρκί ὡς ἄνθρωπος
de Cristo como hombre
, Proch.
A.Io
.31.14.