< ἐμπρηστής
ἐμπριόεις >
ἐμπρίζω
cirug.
sajar
,
cortar
en v. pas.,
ἐμπρίζεται γὰρ (ἡ σάρξ), ἀλλὰ μετ' ὀδύνης
Meges en Orib.44.21.19.