< ἐμπροσθότονος
ἐμπροσθοφανής >
ἐμπροσθουρητικός
,
-ή, -όν
que orina por delante
subst. οἱ ἐ.
op. ὀπισθουρητικός
Arist.
HA
509
b
2.