ἔμπτυσμα, -ματος, τό


escupitajo, salivazo como muestra de desprecio, gener. plu. τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων LXX Is.50.6, cf. Orac.Sib.8.289, Mac.Aeg.Hom.12.4, Pall.V.Chrys.16.147, sg., ref. la crucifixión de Cristo ῥάπισμα, ἔ., ἥλους καὶ ξύλον Chrys.M.50.816A, τὸ τῆς κατάρας ἔ. Hsch.H.Hom.1.2.30.