ἐμπρέπω
• Alolema(s): poét. ἐνιπ- IByzantion 120.1 (II d.C.)
1 distinguirse, destacar a la vista, brillar, ser conspicuo por su luminosidad, colorido, presencia o apariencia, frec. c. dat. loc.
(ἀστέρας) τοὺς ... λαμπροὺς δυναστάς, ἐμπρέποντας αἰθέριA.A.6,
εἵματα μὲν βεβαμμένα ἔχοντες ἐνέπρεπονHdt.7.67, cf. 83,
ὥσπερ τὴν πορφύραν ἐπικοσμοῦντα καὶ ἐμπρέπονταLuc.Hist.Cons.15, de dioses y pers.
Βάκχαις Δελφίσιν ἐμπρέπων, ... ΔιόνυσοςAr.Nu.605, c. dat. instrum.
ἐμπρέπων ξανθῷ γενείῳde Pan Hymn.Epid.Pan.11,
γυναικομίμοις ... ἐσθήμασινS.Fr.769,
περιμήκης ἦν καὶ ἐν τοῖς ὅπλοις δεινῶς ἐνέπρεπενera muy alto y con las armas puestas destacaba sobremanera D.C.40.41.1
•tb. en v. med.
Λύδαισιν ἐμπρέπεται γυναίκεσσινSapph.96.6
•fig. brillar, llamar la atención, destacar en virtud, fama o excelencia
πενταέθλοισιν ... ἐνέπρεπενB.9.27, cf. AP 7.334,
φίλοισι τοῖς ἐκεῖ καλῶς θανοῦσιν κατὰ χθονὸς ἐμπρέπων, σεμνότιμος ἀνάκτωρA.Ch.356, en oxímoron
ὁρῶν σε πολλοῖς ἐμπρέπουσαν ἄλγεσινviendo que refulges entre los muchos sufrimientos S.El.1187,
ἀνδράσι ἐμπρέπειes célebre por sus varones (la isla de Egina), Pi.P.8.28,
ἓν δὲ πᾶσι γνῶμα ταὐτὸν ἐμπρέπειE.Heracl.407,
Μούσῃσιν ἐνιπρέψαςIByzantion l.c.,
ταῖς τῶν Ἑλλήνων πανηγύρεσιde Gorgias, Philostr.VS 493.
2 ser conveniente, ser apropiado
τὴν τραυλότητα ἐμπρέψαι λέγουσιcuentan que su tartamudez le sentaba bien Plu.Alc.1 (var.),
τραπέζῃ γὰρ τῇ βασιλέως διακονεῖν ἐμπρέπειHld.5.8.6,
ἡ ἐμπρέπουσα εὐσέβειαEus.PE 4.10.7.