< ἐμπρολείπω
ἐμπρός >
ἐμπρομελετάω
entrenarse previamente
θήραις γὰρ ἐμπρομελετῶσιν οἱ πρὸς τὰς στραταρχίας ἀλειφόμενοι
Ph.2.90, cf. 1.521.