< ἐμπρίω
ἐμπροέκκειμαι >
ἐμπροαίρετος
,
-ον
dotado de libre albedrío
,
de libertad para elegir
ἥν φησιν Ἀπολινάριος σάρκα ἔμψυχον τε καὶ ἐμπροαίρετον
Gr.Nyss.
Apoll
.213.2.