ἐμπόρφυρος, -ον
purpúreo, de color púrpura frec. de plantas
ἄνθη (βακχάριδος)Dsc.3.44.1, cf. 4.162.1,
ἡ γιζηράOrib.Syn.2.56.17,
κόκκοι (γλυκυσίδης)Dsc.3.140.1, cf. Iul.Laod. en Cat.Cod.Astr.8(4).251,
ὑποκυάνεον ἔχει τὴν κεφαλὴν καὶ μᾶλλον γε ἐμπόρφυρονla paloma torcaz, Alex.Mynd.p.552W.,
λινούδιονPOxy.114.8 (II/III d.C.).