< ἐμπρίζω
ἐμπριστικός >
ἐμπριόεις
,
-εντος
dud.
acre
,
picante
σίνηπυ
Nic.
Al
.533 (var., v. ἐμπρίω
II 1
), cf.
ἐμπριόεντα· τραχύν
Hsch.