< ἐμπροκόπτω
ἐμπρομελετάω >
ἐμπρολείπω
• Grafía:
graf. ἐνπ-
dejar
,
abandonar
al morir
νηπιάχους παῖδας καὶ σύνβιον
IPrusa
1026.7 (II d.C.?) (dud., quizá l. ἐ<κ>πρ-).