< ἐμπράσσω
ἐμπρεπής >
ἐμπρέπεια
,
-ας, ἡ
excelencia
,
distinción
espiritual
ἡ ἔσω ἐ. op. ὁ κόσμος ὁ ἔξωθεν
Chrys.M.62.542.