< ἔμπροσθεν
ἐμπρόσθιος >
ἐμπροσθίδιος
,
-α, -ον
delantero
,
de delante
ὁ ἐ. δεξιὸς πούς
PMag
.2.46, s. cont. A.D.
Adu
.157.2.