ἐμπροίκιος, -ον
entregado o aportado como dote
διδοὺς αὐτῷ ... ἣν ἂν τῶν θυγατέρων ἕλοιτο πρὸς γάμον καὶ δισμύρια τάλαντα ἐμπροίκιαAnon.Hist.151.1.5
•subst. τὸ ἐ. dote
λέγεται δ' ἡ πόλις ἐ. ὑπὸ Διὸς τῇ Κόρῃ δοθῆναιApp.Mith.75, cf. BC 1.10, Orac.Sib.11.288.