διαπορεύσιμος διαπόρευσις διαπορευτός διαπορεύω διαπορέω διαπόρημα διαπορηματικός διαπόρησις διαπορητέον διαπορητής διαπορητικός διαπορθέω διαπόρθμευσις διαπορθμευτής διαπορθμευτικός διαπορθμεύω διαπορθμίζω διαπόρθμιος διαπορία διαπορίζω διαπόρισμα διαπορπακίζω διαπορπάω διαπορριπτέω διαπόρφυρος διαποστέλλω διαποστολή διαποσῴζω διαπραγματεύομαι διαπρακτέος διαπρακτέον διαπρακτικός διάπραξις διάπρασις διαπράσσω διαπράτης· διαπραΰνω διαπρέπεια διαπρεπής Διαπρεπής διαπρεπόντως διαπρέπω διαπρεσβεία διαπρεσβεύομαι διαπρέσβευσις διαπρήσσω διαπρηστεύω διαπρίζω διάπριστος διαπρίω διαπρίωσις διαπριωτός διαπρό διαπροαιρέω διάπροθι διαπροθυμέομαι διαπροστατεύω διαπρύσιος διαπταίω διαπτερνιστής διαπτερόω διαπτερύσσομαι διαπτέρωσις διαπτίσσω διαπτοέω διαπτόησις διάπτυξις διάπτυσις διαπτύσσω διαπτυχή διαπτυχής